καλλίσφυρος

καλλίσφυρος
καλλίσφυρος
beautifulankled
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καλλίσφυρος — καλίσφυρος, ον, θηλ. και καλλισφύρα (Α) αυτός που έχει ωραίους αστραγάλους («καλλίσφυρος Ἰνώ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + σφυρος (< σφυρόν «αστράγαλος»), πρβλ. λευκό σφυρος, ροδό σφυρος] …   Dictionary of Greek

  • καλλισφύρου — καλλίσφυρος beautifulankled masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλισφύρους — καλλίσφυρος beautifulankled masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίσφυρε — καλλίσφυρος beautifulankled masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίσφυρον — καλλίσφυρος beautifulankled masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Hebe — HEBE, es, Gr. Ἥβη, ης. 1 §. Namen. Solcher kömmt von dem Ebräischen Eb, Kraft, her, nach welchem er eigentlich so viel, als Kraft des Alters heißt; Voss. Etymol. in Pubes, s. p. 483. Lateinisch wird solche Göttinn eigentlich Iuventus genannt,… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • Λευκοθέα — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 19 Απριλίου 1855. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 12,2 και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 8,5. Διεθνώς ονομάζεται Leukothea 35. II… …   Dictionary of Greek

  • καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”